Σε ηλικία 83 ετών απεβίωσε ο τέος Βασιλιάς Κωνσταντίνος
Σε ηλικία 83 ετών έφυγε από τη ζωή ο Κωνσταντίνος Β’. Μετά την αναχώρησή του από την Ελλάδα, το 1967, έπειτα από το αποτυχημένο κίνημά του κατά της δικτατορίας, η χώρα δεν γνώρισε άλλον βασιλιά. Και με την επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, το δημοψήφισμα του 1974 έκλεισε οριστικά το πολιτειακό ζήτημα.
Οσο άγνωστος παραμένει στους πολλούς, ακόμα και σήμερα, τόσο σημαντικός υπήρξε στη διαμόρφωση της σύγχρονης ιστορίας όχι μόνον της Ελλάδας αλλά και της Κύπρου. Οχι μόνον του τέως βασιλέως Κωνσταντίνου, αλλά και του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Ο μοιραίος άνθρωπος, ο καταδρομέας συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Κομπόκης, που πήρε στο λαιμό του ένα έθνος, δύο λαούς και δύο κράτη, σε δύο οριακές στιγμές της ιστορίας στις οποίες εκείνος ήταν που έκανε τελικά τη διαφορά – δυστυχώς, προς το κακό.
Τα άρματα του Παττακού που περικύκλωσαν τον Κωνσταντίνο το πρωί της 21ης Απριλίου 1967, θα ήταν εντελώς άχρηστα για το σκοπό που πήγαν εκεί, αν δεν είχε προηγηθεί η μύηση του Κομπόκη στις τάξεις της χούντας πριν το ξέσπασμά της. Γιατί αυτός ήταν που κατάφερε να ακινητοποιήσει τους καταδρομείς που φρουρούσαν τον βασιλέα και που σε κάθε άλλη περίπτωση θα ήταν πολύ δύσκολο για τους χουντικούς να περάσουν “από πάνω τους” χωρίς δύσκολη μάχη. Πώς το κατάφερε; Εύκολα: ήταν επικεφαλής τους. Το μόνο που είχε να κάνει, ήταν να προδώσει.
Ο ρόλος του Κομπόκη
Επτά χρόνια μετά από την πρώτη προδοσία του κατά του βασιλιά (που ισοδυναμεί νομικά και πολιτικά με εσχάτη προδοσία), ο Κομπόκης ολοκλήρωνε το μοναδικό του “έργο” με μία δεύτερη: ήταν ο άνθρωπος που η χούντα, του Ιωαννίδη αυτή τη φορά, θα όριζε επικεφαλής της ομάδας που έλαβε την εντολή να χτυπήσει τον Μακάριο στο Προεδρικό στη Λευκωσία: ήταν η απόπειρα στην οποία οι ελληνικές δυνάμεις πήγαν στο Προεδρικό, τα έκαναν γυαλιά καρφιά, ο Μακάριος τελικά, ευτυχώς, ξέφυγε (υπάρχει μεγάλη συζήτηση για το αν ήθελαν πράγματι ή όχι να τον σκοτώσουν, αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα) και το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν ο Αττίλας και η τουρκική κατοχή της μισής σχεδόν Κύπρου από τότε μέχρι και σήμερα. Κομπόκης και στη χούντα το ’67 κατά του βασιλιά, Κομπόκης και στην απόπειρα κατά του Μακαρίου το ’74 που έφερε τον Αττίλα. Κι όμως: ακόμα και σήμερα, σχεδόν έξι δεκαετίες αργότερα, το όνομα Κομπόκης παραμένει άγνωστο στους πολλούς. Και η μόνη πηγή πληροφόρησης που υπάρχει σχετικά με τη δράση του σε επίσημα έγγραφα είναι στον λεγόμενο (πάντοτε απόρρητο) “Φάκελο της Κύπρου” – όχι τον ελληνικό, αλλά τον κυπριακό, όπου η κατάθεσή του, τμήματα της οποίας έχουν “ξεφύγει” του απορρήτου, κόβουν την ανάσα… Και, αυτό, σχετικά μόνον με το κυπριακό σκέλος της δράσης του, όχι το ελλαδικό.
Είχε «σαπίσει» το Παλάτι
Εκείνο το πρωί λοιπόν, της 21ης Απριλίου, όταν οι πληροφορίες έφταναν στον βασιλέα Κωνσταντίνο για την επικείμενη άφιξη των τριών επίορκων αξιωματικών Παττακού, Παπαδόπουλου και Μακαρέζου, πίστεψε προς στιγμή ότι, καθώς τα άρματα και εκείνοι δεν είχαν φτάσει ακόμα, ο ίδιος ήταν ένα βήμα μπροστά. Δεν είχε ιδέα ότι το παλάτι είχε ήδη σαπίσει από μέσα και ότι ήταν ακόμα από πιο πριν αιχμάλωτος χωρίς να το γνωρίζει. Τα γεγονότα εξελίχθηκαν με τρόπο ακόμα πιο τραγικό και για τον ίδιο και για τη χώρα, μετά την πικρή συνειδητοποίηση της πραγματικότητας: ουδεμία επικοινωνία με τον “έξω κόσμο” ήταν πλέον δυνατή, ο ίδιος δεν μπορούσε να βρει ούτε καν τους στενούς του συνεργάτες, πολλώ μάλλον τους πιστούς του σωματάρχες, ούτε να κινηθεί χωρίς να τον σταματήσουν ή να τον παρακολουθήσουν.
Και μπορεί μεν να μην τον συνέλαβαν, όμως, ήταν πια εντελώς ακινητοποιημένος. Αλλωστε, ο μόνος λόγος που δεν τον συνέλαβαν δεν ήταν κάποια ανόητη αυταπάτη της χούντας ότι έτρεφε οιαδήποτε συμπάθεια προς αυτήν, αλλά ότι όλος ο σχεδιασμός της “πατούσε” (και) στο ψεύδος ότι είχε τις ευλογίες του βασιλιά. Ηθελε να εμφανίζεται ως μία… “νομοταγής” εκτροπή: που ερχόταν να… σώσει τη χώρα και τον θρόνο και όχι ότι έχει τον τελευταίο απέναντι της. Ηθελε συνεπώς με κάθε τρόπο να καταφέρει να ορκιστεί η “κυβέρνησή” της από τον Κωνσταντίνο. Και έπαιξε καλά τα χαρτιά της, με πρώτο ακριβώς την μύηση της ίδιας της φρουράς του.
Πρόκειται για γεγονός που δείχνει, άλλωστε, κάτι το οποίο έχει άκριτα υποτιμηθεί: πόσο μόνος ήταν στην πραγματικότητα ο Κωνσταντίνος σε ένα μετεμφυλιακό περιβάλλον, γεμάτο παραφυάδες πολλών ειδών, που ο ίδιος δεν ήταν εις θέση φυσικά να ελέγξει, όπως άλλωστε δεν ήταν ούτε και οι κύριοι πολιτικοί αρχηγοί της δεκαετίας του ΄60, οι πολύπειροι ηγέτες με τις τεράστιες κατά τα λοιπά ικανότητες, όπως ο Κ. Καραμανλής ή ο Γ. Παπανδρέου. Και θα ήταν ο Κωνσταντίνος;…
Δείχνει όμως και κάτι ακόμα: το ανυπόστατο ενός μύθου, που ουδέποτε στηρίχθηκε στο παραμικρό αποδεικτικό στοιχείο, παρά μόνον σε λόγια και, ως επί το πλείστον, σε λόγια προσώπων με όφελος από αυτά: ότι η λεγόμενη “μεγάλη χούντα” ή “χούντα των στρατηγών”, κατά πάσα πιθανότητα ήταν ένα προϊόν φαντασίας ή προπαγάνδας. Που ήταν αυτή η “χούντα” εκείνο το πρωί; Και αν ακόμα είχε πιαστεί στον ύπνο, πια “μέλη” της συνέλαβε τελικά η πραγματική χούντα για να την “καθαρίσει”;
Ή από κάποιου είδους… γαλαντομία την άφησε να… κινείται ελεύθερα μετά την επικράτηση της 21ης Απριλίου; Γιατί ουδέποτε, ακόμα και μέχρι σήμερα, δεν βρέθηκε ούτε ένα απτό στοιχείο από την “ύπαρξή” της; Και αφού “υπήρχε” και τελικά δεν την εξάρθρωσαν, τι έγινε αργότερα, τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους όταν ο Κωνσταντίνος προσπάθησε να ρίξει την αληθινή χούντα και απέτυχε παταγωδώς; Που ήταν η άλλη, η “χούντα φάντασμα” και πάλι τότε; Τα ερωτήματα είναι τόσο αμείλικτα, όσο οι απαντήσεις ανύπαρκτες.
Τους όρκισε
Η ουσία είναι ότι πριν περάσει λίγος χρόνος, ο Κωνσταντίνος αναγκάζεται πλέον να ορκίσει τους επίορκους αξιωματικούς. Το σχέδιό τους έχει πετύχει. Στα μάτια όλων, εφόσον ορκίζει, αυτό σημαίνει ότι στηρίζει τη χούντα που έχει μόλις καθίσει στον σβέρκο της Ελλάδας και δεν θα φύγει παρά μόνον μετά από επτά χρόνια και μόνον μετά από τη μεγαλύτερη εθνική καταστροφή μετά από εκείνη της Μικράς Ασίας. Με άγνωστο πρωταγωνιστή τον, είπαμε, μοιραίο άνθρωπο, συνταγματάρχης Κομπόκη.
Είχε επιλογή ο Κωνσταντίνος; Μπορούσε να μην ορκίσει τους χουντικούς της 21ης Απριλίου; Ξανά η απάντηση είναι δεδομένη: Δεν υπάρχουν “αν” στην ιστορία. Ουδείς γνωρίζει, αφού δεν συνέβη. Αναμφίβολα, όλα τα ενδεχόμενα θα ήταν ανοικτά: από το να τον φυλακίσουν, ακόμα και να τον εκτελέσουν, μέχρι, όμως, και το να καταρρεύσουν υπό το βάρος της απουσίας του. Γιατί μόνον ένα πολύ μικρό τμήμα μυημένων ήταν εκείνοι που αρχικά μετείχαν αδιαφορώντας για τη στάση του βασιλέως. Ολοι οι υπόλοιποι θεωρούσαν δεδομένη την έγκρισή του σε όλα αυτά. Ουδείς γνωρίζει τη στάση τους αν δεν τη θεωρούσαν.
Ο ίδιος πίστευε, ορθώς ή μη δεν έχει σημασία, αλλά πράγματι το πίστευε, ότι αν δεν είχε ορκίσει τους χουντικούς, η χώρα θα είχε περιέλθει σε νέο εμφύλιο: ότι αν είχε φυλακιστεί, δυνάμεις πιστές στο πολίτευμα, που ήταν πολλές και ισχυρές στα βόρεια σε χερσαίο επίπεδο και σχεδόν καθ΄ ολοκληρία στη θάλασσα και στον αέρα, θα είχαν συγκρουστεί με εκείνες που είχαν πλέον ελέγξει οι χουντικοί και θα είχε χυθεί πολύ αίμα. Μπορεί ναι, μπορεί όχι. Ουδείς είναι σε θέση να το πει. Πάντως αυτή η αγωνία τον κατέτρωγε. Αν δεν τους είχε ορκίσει και είχαν πέσει, θα είχε γίνει ο μεγαλύτερος ήρωας της σύγχρονης ιστορίας. Αν δεν τους είχε ορκίσει και είχαν επικρατήσει σκοτώνοντάς τον, πιθανότατα θα είχε καταλήξει σε κάποια μορφή θλιβερής υποσημείωσης της ιστορίας. Είπαμε: ουδείς γνωρίζει.
Δεν ήταν το μοναδικό λάθος
Ομως η ορκωμοσία, δεν ήταν το μοναδικό λάθος εκείνων των τρομερών στιγμών – αν και η λέξη “λάθος” είναι… λανθασμένη για την αποτίμηση τέτοιων οριακών γεγονότων: όποιος είναι έξω απ’ το χορό, πολλά τραγούδια ξέρει… Πάντως, δεν είναι το μοναδικό. Ο Κωνσταντίνος σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να βρει έναν τρόπο να σπάσει την απομόνωσή του πριν την επικείμενη ορκωμοσία, μήπως και μπορούσε να την αποτρέψει. Και αποφάσισε να επισκεφθεί το Γενικό Επιτελείο Στρατού: ήταν άλλωστε όχι μόνον βασιλιάς αλλά και αρχιστράτηγος.
Ετσι και έγινε: πήγε και έγινε δεκτός με όλες τις τιμές: οι χουντικοί έτριβαν τα χέρια τους: στην απελπισία του, τους είχε κάνει ένα ακόμα μεγάλο δώρο. Τι έδειχνε προς τα έξω η εικόνα του βασιλέως που πηγαίνει στο Επιτελείο με τα τανκς στους δρόμους; Σίγουρα πάντως όχι αυτό που εκείνος είχε στο μυαλό του. Οταν έφτασε, δεν του αρνήθηκαν να δει έναν έναν τους ανώτατους αξιωματικούς όπως ζήτησε, κατά μόνας. Ομως, του έστειλαν να δει εκείνους που εκείνοι ήθελαν. Και, πιθανότατα, ο Παπαδόπουλος, αξιωματικός επικεφαλής των πληροφοριών, άκουγε τους διαλόγους από το δίπλα δωμάτιο. Αν ναι, και αν βρέθηκε και κάποιος ο οποίος να απάντησε θετικά σε κλήση του Κωνσταντίνου για αντίσταση στη χούντα, ασφαλώς δεν θα πρόλαβε να κάνει μερικά βήματα μετά από την έξοδό του απ’ το γραφείο του…
Κι έτσι, με όλα αυτά, μία νέα, φρικτή εποχή, θα ξεκινούσε εκείνη την ημέρα για την Ελλάδα. Μία εποχή που τόσο η ίδια όσο και, ακόμα περισσότερο, η Κύπρος, την πλήρωσαν πάρα πολύ ακριβά – ακόμα και σήμερα, υπό διάφορες έννοιες, εξακολουθούν να την πληρώνουν. Ανάμεσα σε αυτές, είναι ασφαλώς και η ύπαρξη μιας ακροδεξιάς που άφησαν όλα αυτά πίσω τους, που, όμως, οι οπαδοί της περιλαμβάνουν εκτός από άθλιους φασίστες και ανθρώπους πλανημένους από τα ατελείωτα ψέμματα και τις απάτες των χουντικών και των επιγόνων τους. Προς αυτούς, ίσως είναι εδώ η στιγμή να τεθεί ένα ερώτημα για να το σκεφτούν ψύχραιμα και όσο το δυνατόν πιο σοβαρά: πραγματικά, τι είδος πατριώτες μπορεί να είναι εκείνοι που προδίδουν έναν βασιλιά και που παραδίδουν μόνοι τους την Κύπρο ανυπεράσπιστη βορά στους Τούρκους;…
Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ Π. ΜΑΛΟΥΧΟΣ συνεργάστηκε με τον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο Β’ στη συγγραφή των απομνημονευμάτων του, το τρίτομο έργο ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ που εκδόθηκε το 2015 από ΤΟ ΒΗΜΑ και αποτέλεσε μία από τις μεγαλύτερες εκδοτικές επιτυχίες των τελευταίων δεκαετιών.